Θεωρητική προσέγγιση του Συμπεριφορισμού και εφαρμογή στην
εκπαίδευση

 

Περίληψη

Η παρούσα εργασία παρουσιάστηκε στο 8ο  Διεθνές Συνέδριο, για την Προώθηση της Εκπαιδευτικής Καινοτομίας, στη Λάρισα 14-16 Οκτωβρίου 2022. Έχει σκοπό να παρουσιάσει από το πεδίο της Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας δύο θεωρίες, οι οποίες επηρέασαν τη διδασκαλία και να εστιάσει στον τρόπο εφαρμογής τους στην εκπαίδευση. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη αναφορά στις θεωρίες μάθησης και στη συνέχεια παρουσιάζεται η Σχολή του Συμπεριφορισμού και οι βασικότεροι εκπρόσωποί της. Στις επόμενες δύο ενότητες επιλέχθηκε να παρουσιαστεί η θεωρία του Skinner και η θεωρία του Pavlov. Για κάθε θεωρία αναλύονται οι τρόποι εφαρμογής στην εκπαίδευση ενώ αναφέρονται και τα τρωτά σημεία για τα οποία υπάρχουν αρνητικές κριτικές. Τέλος, συγκρίνονται οι θεωρίες των δύο εκπροσώπων και παρουσιάζονται τα τελικά συμπεράσματα της μελέτης.
Λέξεις κλειδιά: συμπεριφορισμός, Skinner, Pavlov, σύγκριση και εφαρμογή θεωριών

Εισαγωγή στις Θεωρίες Μάθησης

Η μάθηση ως ψυχολογική λειτουργία έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης διαφορετικών κλάδων της επιστήμης. Τόσο η επιστήμη της Ψυχολογίας όσο και της Παιδαγωγικής μέσα από έρευνες προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη διαδικασία αυτού του φαινομένου και να δώσουν απαντήσεις για την έννοια της μάθησης και τον τρόπο πραγματοποίησής της. Σύμφωνα με τον R. Gagne (1988), μάθηση είναι μία διαδικασία, η οποία συμβάλλει, ώστε οι οργανισμοί να διαφοροποιήσουν τη συμπεριφορά τους σύντομα και με μόνιμο χαρακτήρα, ώστε σε αντίστοιχη περίπτωση να μη χρειαστεί τροποποίηση ξανά.

Ουσιαστικά, ο οργανισμός μαθαίνει να είναι σε θέση να εκτελέσει πράξεις που σε προηγούμενο χρόνο δεν μπορούσε. Ένας από τους τρόπους που μπορεί ένας οργανισμός να οδηγηθεί στην τροποποίηση της
συμπεριφοράς του είναι η διδασκαλία. Σύμφωνα με τον R. Gagne (1988), η διδασκαλία ορίζεται ως το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται, ώστε να προκληθεί η μάθηση στον μαθητή. Σκοπός είναι να κατακτήσει τη γνώση ο μαθητής και να αποκτήσει δεξιότητες. Οι δυνατότητες που αποκτά ο κάθε οργανισμός όταν μαθαίνει είναι το αποτέλεσμα της μάθησης και αποτελούν τα είδη της (Slavin, 2006 ‘ Φύκαρης, 2016).

Τα είδη της μάθησης μπορεί να είναι ανώτερα και αφορούν κυρίως τον άνθρωπο. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται οι γνωστικές δεξιότητες, οι γνώσεις και πιο συγκεκριμένα, η μάθηση πληροφοριών, η απόκτηση δεξιοτήτων, τα συναισθήματα, οι στάσεις και οι αξίες του ατόμου καθώς και οι κινητικές δεξιότητες. Τα κατώτερα είδη μάθησης σχετίζονται με την κάλυψη των βιολογικών αναγκών και αφορούν όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και τα ζώα. Για κάποιους θεωρητικούς η μάθηση έπεται της ανάπτυξης (Piaget), για άλλους η μάθηση συμβαδίζει με την ανάπτυξη (James) ενώ για τον Kofka, η ωρίμανση μαζί με τη μάθησηοδηγούν στην ανάπτυξη του ατόμου. Τέλος, ο Vygotsky, θεωρεί πως η σχολική μάθηση είναι αυτή που υποβοηθά την ανάπτυξη ενώ αναδεικνύεται και ο ρόλος του κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (Κασσωτάκης & Φλουρής, 2013).

Από τα παραπάνω, φαίνεται ότι ο ορισμός και η μελέτη της μάθησης δεν είναι μία εύκολη υπόθεση και για αυτό αναπτύχθηκαν διαφορετικές θεωρίες οι οποίες βρίσκουν εφαρμογή κατά τη διδασκαλία. Ενδεικτικά, κάποιες από τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν είναι αυτές των εκπροσώπων της Συμπεριφοριστικής Σχολής (Thorndike, Pavlov, Watson, Hull, Skinner) που θα αναπτύξουμε παρακάτω αλλά και της Μορφολογικής Ψυχολογίας με εκπροσώπους τον Wertherimer (1880-1943), τον Kofka (1886-1941) και τον Kohler (1887-1959). Σύμφωνα με τους μορφολογικούς ψυχολόγους καθετί που μαθαίνεται αποτελεί ένα όλο και έτσι ως σύνολο γίνεται αντιληπτό. Είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε όχι τα πράγματα αλλά ταφαινόμενα.

Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι (Lewin, Bandura) θεωρούν ως μάθηση το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το περιβάλλον του. Οι εκπρόσωποι της Γνωστικής Ψυχολογίας ( Piaget, Vygotsky, Bruner), δίνουν έμφαση στην ερμηνεία των εσωτερικών διαδικασιών, οι οποίες μάλιστα διαφέρουν ανά ηλικία. Τέλος, οι εκπρόσωποι της Ουμανιστικής Ψυχολογίας (Rogers, Maslow, Fromm, Combs) δίνουν βαρύτητα στα ενδιαφέροντα και τα αισθήματα του μαθητή αφού θεωρούν πως αν αυτά δεν σχετίζονται με το υλικό της μάθησης μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες για τη βαθύτερη μάθηση (Κασσωτάκης & Φλουρής, 2013 ‘ Φύκαρης, 2016).

 

Δείτε όλο το άρθρο εδώ: ΑΝΟΙΓΜΑ/ΛΗΨΗ

Βασιλά Ελπίδα

M.Ed Φιλόλογος Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης,

Δευτεροβάθμια Δ Αθήνας

Γεωργοβρεττάκου Σταματίνα

M.Ed Φιλόλογος Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Ενηλίκων,

Δευτεροβάθμια Α Πειραιά,

Κακκαλή Κυριακή

Εργοθεραπεύτρια

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ M. MONTESSORI